- χρησμοδοτήματα
- χρησμοδότημαoracular responseneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περισσοσοφώ — έω, Μ είμαι πολύ σοφός («τὰ χρησμοδοτήματα τῶν περισσοσοφούντων», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + σοφῶ (< σοφος < σοφός), πρβλ. φιλο σοφώ] … Dictionary of Greek